Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Προστασία προσωπικών δεδομένων κατά την πολιτική επικοινωνία


Με την υπ' αριθ. 1/2010 απόφαση η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας, όποτε και αν πραγματοποιείται αυτή. Ως πολιτική επικοινωνία ορίζεται εκείνη που πραγματοποιείται για την προώθηση πολιτικών ιδεών, προγραμμάτων δράσης ή άλλων δραστηριοτήτων από πολιτικά πρόσωπα με σκοπό την υποστήριξή τους και τη διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία των πολιτικών προσώπων με τους πολίτες είναι η απευθείας ή και εξατομικευμένη/στοχευμένη επικοινωνία, και επιπλέον στο μέσο που χρησιμοποιείται, ηλεκτρονικό (τηλέφωνο, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, γραπτά μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου - SMS, MMS), ή μη ηλεκτρονικό (ταχυδρομείο).

Γίνεται σαφές, όπως αναφέρει η Αρχή, ότι για την πολιτική επικοινωνία είναι κατά κανόνα απαραίτητη η επεξεργασία μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων, αφού η επικοινωνία αποσκοπεί στην υποστήριξη των ενδιαφερομένων από κατά το δυνατόν μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ δεν αποκλείεται και η δημιουργία προφίλ προς το σκοπό της στοχευμένης επικοινωνίας. Συνεπώς, εύλογη καθίσταται η ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων.

Συνακόλουθα, η πολιτική επικοινωνία ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων, εφόσον αντικείμενό της αποτελούν προσωπικά δεδομένα. Ως εκ τούτου, η Αρχή με την παραπάνω απόφασή της προέβη σε εξειδίκευση των κανόνων για τη σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.

Καταρχήν, λοιπόν, η συλλογή προσωπικών δεδομένων με σκοπό την πολιτική επικοινωνία από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πρέπει να είναι θεμιτή και νόμιμη, δηλαδή να πραγματοποιείται με τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων είτε χωρίς αυτή υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα προέρχονται από άλλες νόμιμες πηγές και η επεξεργασία τους προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας είναι συμβατή με το σκοπό για τον οποίο αρχικώς συλλέχθηκαν. Προσέτι δε, με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων επιτρέπεται η συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν, απλών όσο και ευαίσθητων.

Η Αρχή παραθέτει και ένα παράδειγμα δήλωσης συγκατάθεσης, η οποία δύναται να έχει ως εξής:

"Επιθυμώ να λαμβάνω πολιτική επικοινωνία από/σχετικά με τον Χ στην [ταχυδρομική διεύθυνση / διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου / στο κινητό τηλέφωνο] που έχω δηλώσει για το σκοπό αυτό ή/και να διαβιβασθούν τα δεδομένα μου (με αναφορά σε ορισμένα ή όλα τα στοιχεία επαφής) [στον Χ /στην κατηγορία αποδεκτών Χ] προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας."

Περαιτέρω, τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να είναι σε κάθε χρονική στιγμή ακριβή. Για παράδειγμα, εφόσον η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται με την αποστολή ταχυδρομικής επιστολής δεν είναι αναγκαία η τήρηση ή η διαβίβαση των τηλεφωνικών αριθμών στον εκτελούντα την επεξεργασία, π.χ. στην εταιρεία που αναλαμβάνει την αποστολή των επιστολών. Ακόμα, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να γνωστοποιεί στην Αρχή την επεξεργασία και, εφόσον πρόκειται να επεξεργασθεί ευαίσθητα δεδομένα, να λαμβάνει άδεια, αλλά και να ικανοποιεί τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης των υποκειμένων των δεδομένων.

Όταν η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω ταχυδρομείου, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται με τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων ή χωρίς αυτή, εφόσον πρόκειται για απλά δεδομένα, εφόσον τα δεδομένα προέρχονται από νόμιμες πηγές, δηλαδή να συλλέχθηκαν με νόμιμο τρόπο και η χρήση τους να μην είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας. Τέτοιες πηγές είναι οι εξής:

(α) Οι δημόσια προσβάσιμοι κατάλογοι, τηλεφωνικοί (π.χ. ο κατάλογος του ΟΤΕ), ή επαγγελματικοί κατάλογοι (π.χ. ο Χρυσός Οδηγός), οι κατάλογοι εμπορικών εκθέσεων καθώς και μητρώα που καθίστανται εκ του νόμου δημόσια προσβάσιμα.

(β) Τα μητρώα των επιμελητηρίων και επαγγελματικών συλλόγων, που λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ. με υποχρεωτική συμμετοχή των μελών τους.

(γ) Οι εκλογικοί κατάλογοι αποτελούν νόμιμη πηγή υπό τις εξής κατά νόμο προϋποθέσεις: Τα κόμματα λαμβάνουν πλήρη σειρά των εκλογικών καταλόγων, οι βουλευτές, ευρωβουλευτές, κάτοχοι αιρετών θέσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση και οι υποψήφιοι λαμβάνουν απόσπασμα για την εκλογική περιφέρεια όπου έχουν εκλεγεί ή είναι υποψήφιοι. Οι κατάλογοι χορηγούνται αποκλειστικώς για εκλογική χρήση ενώ η παραχώρηση και η χρήση τους για άλλο σκοπό ή από οποιονδήποτε τρίτο απαγορεύεται. Κατά συνέπεια, απαγορεύεται η διαβίβαση των εκλογικών καταλόγων ή των αποσπασμάτων τους σε τρίτα πρόσωπα και επιβάλλεται η καταστροφή τους σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά τη λήξη της προεκλογικής περιόδου.

Τονίζεται ότι ακόμη και όταν τα προσωπικά δεδομένα προέρχονται από νόμιμες πηγές σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει πριν από την πραγματοποίηση της πολιτικής επικοινωνίας να συμβουλεύεται το μητρώο του άρθρου 13 παρ. 3 ν. 2472/1997 που τηρεί η ΑΠΔΠΧ, και στο οποίο εγγράφονται όσα πρόσωπα δεν επιθυμούν τα στοιχεία τους να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας για διαφημιστικούς σκοπούς.

Όταν η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (τηλεφωνικές κλήσεις, φαξ, φωνητικά μηνύματα, γραπτά μηνύματα (SMS), μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 11 ν. 3471/2006. Η χρήση όλων των ανωτέρω τρόπων επικοινωνίας προϋποθέτει την προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Η λήψη της συγκατάθεσης είναι απαραίτητη ακόμα και όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει στη διάθεσή του τα ηλεκτρονικά στοιχεία επικοινωνίας από νόμιμες πηγές, όπως για παράδειγμα τους τηλεφωνικούς αριθμούς από τον τηλεφωνικό κατάλογο.

Η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων πρέπει, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 ν. 3471/2006, να δίδεται εγγράφως ή με ηλεκτρονικά μέσα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για απλά ή ευαίσθητα δεδομένα.

Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σύντομων γραπτών μηνυμάτων (SMS) και μηνυμάτων πολυμέσων (MMS), χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) τα στοιχεία επικοινωνίας έχουν αποκτηθεί νομίμως στο πλαίσιο προηγούμενης, παρόμοιας επαφής με τα υποκείμενα των δεδομένων. Η προηγούμενη επαφή δεν είναι απαραίτητο να έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, πχ. είναι νόμιμη η αποστολή μηνυμάτων όταν τα στοιχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συλλέχθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης πρόσκλησης για συμμετοχή σε κάποια εκδήλωση ή δράση, ανεξαρτήτως του πολιτικού χαρακτήρα της. Αρκεί συνεπώς ο υπεύθυνος επεξεργασίας να ανήκει σε μια από τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Οδηγίας. Αντιθέτως, δεν θεωρείται παρόμοια επαφή και δεν είναι νόμιμη η χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων επικοινωνίας προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας όταν τα στοιχεία αυτά αποκτήθηκαν στο πλαίσιο επαγγελματικής σχέσης, όπως για παράδειγμα η χρήση του αρχείου πελατών από υποψήφιο βουλευτή. (ii) O υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα αντίρρησης με τρόπο εύκολο και σαφή, και αυτό σε κάθε μήνυμα πολιτικής επικοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου