Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Απόφαση του ΔΕΕ σχετικά με την χρήση φίλτρων για την απαγόρευση της πρόσβασης σε προγράμματα “peer-to-peer”


Με την από 24-11-2001 απόφασή του στην υπόθεση C‑70/10 (υπόθεση Scarlet Extended SA κατά Société belge des auteurs, compositeurs et éditeurs SCRL (SABAM),με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2010, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει υποχρέωση του παροχέα πρόσβασης στο Διαδίκτυο να θέσει σε λειτουργία σύστημα χρήσεως φίλτρου που να περιορίζει την πρόσβαση σε πληροφορίες που διακινούνται μέσω συστημάτων διαδικτυακού διαμοιράσματος αρχείου («peer-to-peer»).

Η διαφορά της κύριας δίκης εστιαζόταν στο αν εταιρία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο (Internet Access Provider) μπορούσε να υποχρεωθεί να χρησιμοποιήσει ένα σύστημα φίλτρων και αποκλεισμού της παράνομης ανταλλαγής μουσικών έργων μέσω προγραμμάτων peer-to-peer. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κεντρικό ζήτημα ήταν η νομιμότητα της εισαγωγής ενός συστήματος φίλτρου, το οποίο όμως είχε ως συνέπεια ότι για να λειτουργεί σωστά, θα έπρεπε: 1) να εντοπίζει επί του συνόλου των επικοινωνιών, τα διακινούμενα αρχεία, 2) να εντοπίζει ποια αρχεία περιλαμβάνουν έργα επί των οποίων οι δικαιούχοι πνευματικών δικαιωμάτων κατέχουν τέτοια δικαιώματα, 3) να καθορίζει ποια πό τα αρχεία αποτελούν αντικείμενο παράνομης ανταλλαγής και 4) να αποκλείει την ανταλλαγή αρχείων τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως παράνομα.

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια προληπτική επιτήρηση απαιτεί την ενεργό παρακολούθηση του συνόλου των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου στο πλαίσιο των υπηρεσιών του παροχέα, η οποία ωστόσο, αντικείται στη διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 της οδηγίας 2000/31, η οποία προβλέπει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση γενικής επιτήρησης. Το Δικαστήριο στη συνέχεια κάνει επίκληση της απόφασης της 29ης Ιανουαρίου 2008, C‑275/06, Promusicae, η οποία στο διατακτικό της ορίζει ότι τα δικαιώματα πενυματικής ιδιοκτησίας πρέπει να σταθμίζονται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνακόλουθα, δέχθηκε ότι μια τέτοια υποχρέωση αποτελεί προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας του παροχέα, "καθόσον τον υποχρεώνει να θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα πληροφορικής που είναι περίπλοκο, δαπανηρό και θα λειτουργεί σε μόνιμη βάση με δικά του αποκλειστικώς έξοδα, πράγμα το οποίο είναι επίσης αντίθετο προς τις οριζόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 προϋποθέσεις κατά τις οποίες τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν πρέπει να είναι περίπλοκα ή δαπανηρά άνευ λόγου".

Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή θίγει τα δικαιώματα προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πελατών του παροχέα και την ελευθερία τους να λαμβάνουν και να μεταδίδουν πληροφορίες, αλλά και την ελευθερία πληροφόρησης, ενδεχομένως, διότι μπορεί να μην είναι δυνατό να γίνεται διάκριση μεταξύ παράνομου και νόμιμου περιεχομένου.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από τον συνδυασμό των οδηγιών:

– 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»),

– 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας,

– 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας,

– 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και

– 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία [της] ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες),

και λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από την υποχρέωση προστασίας των θιγόμενων εν προκειμένω θεμελιωδών δικαιωμάτων, προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές έχουν την έννοια ότι είναι αντίθετες προς την επιβολή υποχρεώσεως σε φορέα παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο να θέσει σε λειτουργία σύστημα χρήσεως φίλτρου

– για το σύνολο των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω των υπηρεσιών του, ιδίως με τη χρήση προγραμμάτων «peer-to-peer»·

– όσον αφορά το σύνολο αδιακρίτως της πελατείας του·

– προληπτικά·

– με δικά του αποκλειστικώς έξοδα, και

– για απεριόριστο χρονικό διάστημα,

ικανό να εντοπίσει εντός του δικτύου του φορέα αυτού τη διακίνηση ηλεκτρονικών αρχείων που περιλαμβάνουν μουσικά, κινηματογραφικά ή ραδιοτηλεοπτικά έργα επί των οποίων ο αιτών διατείνεται ότι κατέχει δικαιώματα και, στη συνέχεια, να παρεμποδίσει τη μεταφορά αρχείων των οποίων η ανταλλαγή συνιστά προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου